- πρόσκλητος
- -ον, Α [προσκαλῶ]1. αυτός που κλήθηκε, που προσκλήθηκε2. αυτός που συνέρχεται με πρόσκληση3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρόσκλητοςη συνέλευση4. φρ. «πρόσκλητος ἐκκλησία» — έκτακτη συνέλευση τού λαού στις δημοκρατούμενες ελληνικές πόλεις, την οποία συγκαλούσαν για να δικάσει επιφανείς άνδρες.
Dictionary of Greek. 2013.